- δάκος
- Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει 3-4 γενεές τον χρόνο. Κάθε τέλειο έντομο αποθέτει από ένα αβγό σε κάθε καρπό. Η εκκολαπτόμενη προνύμφη (σκουλήκι) κατατρώγει τη σάρκα του καρπού. Διαχειμάζει σαν νύμφη σε μικρό βάθος μέσα στα φυτικά υπολείμματα του εδάφους. Οι ζημιές που προκαλεί είναι καταστροφή της σάρκας του καρπού, καρπόπτωση, σάπισμα, μείωση της περιεκτικότητας σε λάδι, παραγωγή ελαιών και λαδιού κατώτερης ποιότητας και δυσάρεστης γεύσης.
Πολλές μέθοδοι έχουν εφαρμοστεί κατά καιρούς για την καταπολέμηση του δ. Η παλαιά μέθοδος Berlese (διαβροχές με αρσενικομελασσούχο πολτό) έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Τα τελευταία χρόνια καλά αποτελέσματα έδωσαν οι ψεκασμοί με οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα, που γίνονται είτε ομαδικά είτε ατομικά από κάθε παραγωγό, με μηχανοκίνητους ψεκαστήρες.
Μία πιο πρόσφατη μέθοδος καταπολέμησης του δ. είναι η στείρωση των αρσενικών εντόμων. Με τη μέθοδο αυτή εξαπολύονται στους ελαιώνες, κατά την καρποφορία τους, αρσενικά έντομα δ. που έχουν υποστεί στείρωση με ατομική ακτινοβολία.
* * *(I)ο (Α δάκος, το)νεοελλ.γένος δίπτερων εντόμων, κοινώς μύγα τής ελιάςαρχ.1. ζώο τού οποίου το δάγκωμα είναι επικίνδυνο2. δάγκωμα, κέντημα3. κήτος4. φρ. α) «Ἀργεῑον δάκος» — ο δούρειος ίππος6) «δάκος θηρῶν» ή «θήρειον δάκος» — άγριο, σαρκοβόρο θηρίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. δάκος, το < (β.) δακ τού δακείν, απαρμφ. αορίστου τού δάκνω.ΣΥΝΘ. αρχ. αυτοδακής, θυμοδακής, λαιμοδακής, σαρκοδακής, σηψιδακής, ωμοδακής].————————(II)τοβλ. δάκος, ο.
Dictionary of Greek. 2013.